- κυνηγίδι
- το(χωρίς πληθ.) συνεχής καταδίωξη, έντονο κυνηγητό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνήγι + κατάλ. -ίδι (πρβλ. γροθ-ίδι, τουφεκ-ίδι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυνηγίδι — κυνηγίς hound leader fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)